Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Η ΔΗΜΑΡ και η Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη...

...ή πώς να κληρονομήσετε το γερο-ΠΑΣΟΚ

Του Αυγουστίνου Ζενάκου*

Η Δημοκρατική Αριστερά θέλει να καθήσει στο τραπέζι των μεγάλων. Το αν διαθέτει είτε την πολιτική δεξιότητα είτε αρκετά χαρισματικούς περφόρμερ για να τα καταφέρει αποτελεί ανοικτό ζήτημα αλλά το ότι το θέλει είναι πασιφανές. Η επιθυμία της καθαυτή δεν θα ήταν τίποτε σημαντικό – κι άλλοι την έχουν νιώσει κι έχουν προσπαθήσει τις τελευταίες δεκαετίες, μόνο και μόνο για να συρθούν πολύ γρήγορα ξανά στην αγκαλιά των «Μεγάλων Ιστορικών Παρατάξεων». Αποκτά, ωστόσο, η προσπάθεια της ΔΗΜΑΡ μεγαλύτερη σημασία επειδή είναι τέτοια η συγκυρία: οι «Μεγάλες Ιστορικές Παρατάξεις» ανασχηματίζονται και οι σχηματισμοί που τις κηδεμόνευαν ως τώρα χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, υπάρχει κενό, το οποίο δεν είναι σε θέση να καλύψουν οι κληρονομικές ηγεσίες και οι εκλεκτοί τους.
Η λεγόμενη «Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη» είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός χώρος στην Ελλάδα, τον τελευταίο αιώνα περίπου – αυτός που τιμήθηκε στις κάλπες και κυριάρχησε, πέραν «ανωμαλιών», όπως η μαύρη Δεξιά και οι δικτατορίες. Η αφήγησή της υφαίνει ένα νήμα που ενώνει το Κόμμα των Φιλελευθέρων με την Ένωση Κέντρου και το ΠΑΣΟΚ. Τα κύρια χαρακτηριστικά της, έστω δεδομένων των ιδιομορφιών κάθε περιόδου, είναι τρία: η φιλελευθεροδημοκρατική ρητορική, ο λαϊκισμός, και η απόρριψη του ριζοσπαστισμού.
Η φιλελευθεροδημοκρατική ρητορική είναι αυτή που καθιστά την παράταξη συμπαθή στη μεγαλοαστική τάξη – μια τάξη που στην Ελλάδα δεν ήταν, ως επί το πλείστον, «συντηρητική», τουλάχιστον όχι με την έννοια ότι ένιωθε να την απειλεί η κοινωνική κινητικότητα per se, επειδή είχε να προστατέψει κληρονομικά προνόμια. Προερχόμενη η ίδια η ελληνική μεγαλοαστική τάξη όχι από κληρονομικά προνόμια γης ή τίτλων αλλά κυρίως από την τυχοδιωκτική εκμετάλλευση της πολιτικής αστάθειας (από τον Μποδοσάκη ως τον Μπόμπολα – αλλά ακόμη και τον Κοσκωτά ή τον Λαυρεντιάδη – δεν είναι δύσκολο να γίνει αυτό αντιληπτό), έβλεπε πάντα έναν βαθμό κοινωνικής κινητικότητας με καλό μάτι: αυτή η κινητικότητα ήταν, στο κάτω κάτω, το υλικό του μύθου του «αυτοδημιούργητου», του «βιομήχανου – δημιουργού». Η φιλελευθεροδημοκρατική ρητορική εκφράστηκε ανά περιόδους ως αντιβασιλική, αντιδεξιά, αντιδικτατορική… Και είναι η αποδοχή της από τους μεγαλοαστούς – μια αποδοχή η οποία επιτεύχθηκε χάρη και στα ΜΜΕ της παράταξης, κυρίως αυτά του Συγκροτήματος Λαμπράκη, από το Ελεύθερον Βήμα και ένθεν – που παράγει το ιδιότυπο υβρίδιο «προοδευτισμού» και «πλουτισμού», αυτό που τελικά γνωρίζει τεράστια δόξα μετά τη Μεταπολίτευση. (Παρεμπιπτόντως, αυτό το υβρίδιο είναι που σκόπιμα παραναγιγνώσκουν ως «μεταπολιτευτική κυριαρχία της Αριστεράς» οι τρέχοντες ψευδοφιλελεύθεροι.)
Η παράταξη είχε ανάγκη πελατεία ευρύτερη από τους μεγαλοαστούς – όπως ήταν απαραίτητο για να διεκδικεί και να ασκεί εξουσία. Ο λαϊκισμός ήταν το εργαλείο προσέλκυσης αυτής της πελατείας. Θα πρέπει, ωστόσο, να προσέξουμε εδώ ότι ο λαϊκισμός έχει την κυριολεκτική του έννοια και (μακράν του να αποτελεί μια μεταφορά για τη δημαγωγία ή για ό,τι απλώς αντιπαθούμε) σημαίνει την πολιτική αντίληψη ενός «λαού» ως το αντίπαλον δέος μιας «ελίτ». Ο λαϊκισμός είναι η προέκταση της φιλελευθεροδημοκρατικής ρητορικής, ένας τρόπος «συμπαράταξης» των μεγαλοαστών με τη «μάζα» εναντίον των «ελίτ» – οι οποίες κατά περίπτωση είναι το Παλάτι, οι «δεξιοί», οι δικτάτορες, οι Αμερικανοί, οι «ΕΟΚ/ και ΝΑΤΟ/ το ίδιο συνδικάτο». Η ανάγνωση αυτή του κοινωνικού πεδίου παράγει προστασία για τους μεγαλοαστούς, γεννώντας μια αφηγηματική σύνδεση ανάμεσα σε αυτούς και στην ολοένα πολυπληθέστερη μικροαστική τάξη. Είναι πια όλοι από την «ίδια πλευρά». (Εδώ εντοπίζεται, άλλωστε, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, και η τεράστια συνεισφορά του lifestyle Τύπου, που τόσο στην επικαιρότητα είναι τούτες τις ημέρες, ο οποίος επικυρώνει την αφηγηματική σύνδεση, κατασκευάζοντας μια κοινή, διαταξική αισθητική, που αποδίδει σε μεγαλοαστούς και μικροαστούς κοινά πρότυπα.)
Η φιλελευθεροδημοκρατική ρητορική και ο λαϊκισμός συμπληρώνονται από την απολύτως συνειδητή άρνηση του ριζοσπαστισμού – εκφρασμένη άλλοτε ως αντικομμουνιστική (αυτό που καθιστά τον Γεώργιο Παπανδρέου τόσο συμπαθή στους Άγγλους) και γενικότερα αντιαριστερή, τουλάχιστον αντί- οποιασδήποτε Αριστεράς διατηρεί ριζοσπαστικό πρόταγμα, κι άλλοτε ως ενός είδους «μετριοπάθεια»˙ μια μετριοπάθεια που είναι σε θέση να σφετεριστεί την κοινωνική ανάγκη της εκτόνωσης μετά από σύγκρουση ή κρίση και να την εγγράψει ως «ενηλικίωση» ή διεκδίκηση της «κοινής λογικής» από την ίδια την παράταξη.
Η Μεγάλη Δημοκρατική παράταξη ασφαλώς εμφορείται από ιδέες, τις οποίες υπερασπίζεται: Δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία κτλ. Αλλά είναι η σχέση της με αυτές τις ιδέες που την αποκαλύπτει ως καταστατικά οπορτουνιστική: είναι, ανά περιόδους, εθνικιστική και διεθνιστική, πολωτική και ενωτική, τοπικιστική και ευρωπαϊστική, σοσιαλίζουσα και νεοφιλελευθερίζουσα – με το δεύτερο συνήθως να ακολουθεί το πρώτο, ως απαιτούμενη «ωρίμανση» και κάθαρση προκειμένου να είναι αξιόπιστη ξανά η απαίτηση της εξουσίας.
Στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ μπορεί κανείς να δει τόσο τα τρία χαρακτηριστικά της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης – τη φιλελευθεροδημοκρατική ρητορική, τον λαϊκισμό, την άρνηση του ριζοσπαστισμού – όσο και τον οπορτουνισμό στην υπεράσπιση των ιδεών. Είναι προφανές ότι το κόμμα προσπαθεί να αναγορευθεί κληρονόμος του ΠΑΣΟΚ, να επεκτείνει το νήμα της αφήγησης ως το σημείο όπου στέκεται το ίδιο σήμερα. Είναι συνεπές προς τα χαρακτηριστικά της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης σε βαθμό που θυμίζει το στερεότυπο του σπασίκλα, πληροί τα κριτήρια σχεδόν όπως συμπληρώνει το χαρτί ο απουσιολόγος: Η ΔΗΜΑΡ δεν αμφισβητεί την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και ζητεί εκλογές (φιλελευθεροδημοκρατική ρητορική: δεν αμφισβητούμε το πολιτικοοικονομικό παράδειγμα). Είναι «αντιμνημονιακή» (λαϊκισμός: ο «λαός» εναντίον των «ελίτ»). Είναι η «υπεύθυνη» Αριστερά (απόρριψη του ριζοσπαστισμού: το «επαναστατικό» είναι «ανεύθυνο»).
Κι αυτά με όσο οπορτουνισμό μπορεί κανείς να αντέξει: Κοντά στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η δειλή στήριξη – η «ανοχή» κατά τον Γ. Ψαριανό – μιας μη εκλεγμένης κυβέρνησης. Κοντά στην αντιμνημονιακή κριτική, η δέσμευση ότι αυτά αποτελούν υποχρεώσεις της χώρας, δίχως όμως καμία παραδοχή για το τι θα κάνει η ΔΗΜΑΡ, αν έρθει στα πράγματα. Κοντά στην απαξίωση της συγκρουσιακής τακτικής, η σε δεύτερο χρόνο υποστήριξη του γερμανικού κόμματος «Αριστερά» (το οποίο, καταψηφίζοντας τη νέα σωτηρία της Ελλάδας, διακήρυξε τη ρήξη), αφού πρώτα το είχε επιτιμήσει για την «ανευθυνότητά» του.
Συζητώντας με τους συναδέλφους, καθώς προετοιμάζαμε το τρίτο τεύχος του μηνιαίου περιοδικού UNFOLLOW, που κυκλοφορεί, προβληματιστήκαμε όταν έκανε την εμφάνισή της η ιδέα να πάρουμε συνέντευξη από τον συμπορευόμενο με τον Φώτη Κουβέλη και διευθυντή Ενημέρωσης του Star Channel, Σταμάτη Μαλέλη. Το αποφασίσαμε και το αποτέλεσμα είναι, πιστεύω, απολύτως ενδιαφέρον: διαβάζοντας το κείμενο της συνέντευξης, που πήραν ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος και ο Πιτσιρίκος, νιώθω ότι πρόκειται για έξοχη δημοσιογραφική εξαγωγή των χαρακτηριστικών που προανέφερα, από τον άνθρωπο ακριβώς που, αφότου πούλησε το χυδαιότερο τηλεοπτικό προϊόν στην άθλια ιστορία της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, καλείται τώρα να πουλήσει το νέο, επίδοξο οχυρό της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης.
Υπάρχουν όλα μέσα σ’ αυτή τη συνέντευξη. Η κάθαρση: «Αναρωτιέμαι» λέει ο Σ. Μαλέλης «πώς γίνεται από κει που ήμουν φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ και ξημεροβραδιαζόμουν στα αμφιθέατρα κολλημένος με τον Μάο Τσε Τουνγκ, να έχω δημιουργήσει αυτό το έκτρωμα στην τηλεόραση. […] Δεν έπρεπε να το κάνω.» Η υπευθυνότητα: «Εμείς θέλουμε μια Αριστερά που να λέει κι ένα “ναι”. Που να έχει να προτείνει και κάτι.» Ο λαϊκισμός: «Μας γαμάει το σύστημα. Ο καπιταλισμός. Μας έχει για πλάκα. Γρανάζια του συστήματος είμαστε.» Και φυσικά η «μετριοπάθεια», η «ενήλικη αμφισβήτηση»: «Στη ΔΗΜΑΡ δεν έχουμε όλοι τις ίδιες απόψεις, υπάρχουν και άνθρωποι που είναι δεξιοί. Εγώ πιστεύω σε μια κοινωνία αλληλεγγύης, όπου η κοινωνία είναι πάνω από την οικονομία. Όπου πρέπει να διαμορφώσουμε πια άλλες σχέσεις, έξω από την αγορά, ώστε να μην είναι κυρίαρχη η αγορά σε οποιαδήποτε επιλογή κάνουμε στη ζωή μας, στις σχέσεις μας και στον τρόπο ζωής μας. Για μια κοινωνία πάνω από την οικονομία.» (Υπέροχη φράση αυτή η τελευταία, την οποία ο Σ. Μαλέλης είχε αρχικά γράψει για ομιλία του Γιώργου Παπανδρέου.) Τα λέει τόσο καλά που θα μπορούσαμε να εκδώσουμε τη συνέντευξη του Σταμάτη Μαλέλη αυτόνομα, ως εγχειρίδιο με τίτλο: «Πώς να κληρονομήσετε το γερο-ΠΑΣΟΚ – 3 τρόποι για να μη σας ξεχάσει στη διαθήκη του».
Η άνοδος της ΔΗΜΑΡ – απλώς δημοσκοπική ή πραγματική, μένει ν’ αποδειχτεί – είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα αυτή τη στιγμή, από την άποψη της ένδειξης που αποτελεί για τις χρόνιες παθήσεις του πολιτικού συστήματος. Μεγάλη φασαρία έχει γίνει για διάφορες δυναμικές, τα τελευταία τρία χρόνια: για τα κινήματα, για τις «πλατείες», για λαϊκές εξεγέρσεις κι «άμεση δημοκρατία», για τη δοξαστική επάνοδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων. Όσοι, όμως, σαν εμένα, κρατούν εκ πεποιθήσεως μικρό καλάθι, βλέπουν ότι το μεγάλο καλάθι των άλλων – που είναι και οι περισσότεροι – δεν γεμίζει με όλα τούτα αλλά περισσότερο με τους νέους θιασώτες της κληρονομικής «υπευθυνότητας». Κι όταν πάρει κανείς το καλάθι του, ασφαλώς, και βγει για τέτοιου είδους ψώνια, δεν τα κάνει μόνος του, έχει οδηγούς αγοράς: «Το ΠαΣοΚ αποσυντίθεται» έγραφε ο πρόεδρος του ΔΟΛ, Σταύρος Ψυχάρης, ανήμερα των τελευταίων μεγάλων διαδηλώσεων και της προληπτικής αστυνομικής καταστολής (Το Βήμα, 12.2.2012), «όπως στο παρελθόν διαλύθηκαν κόμματα με ηγέτες σημαντικούς – ακόμη και το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου εξεμέτρησε κάποτε τον πολιτικό βίο του, για να προκύψουν μέσα από το πλήθος των ψηφοφόρων του νέοι πολιτικοί σχηματισμοί που ανανέωσαν την πολιτική ζωή. […] Ο μύθος δηλοί ότι η πολιτική, όπως ολόκληρη η φύση, απεχθάνεται το κενό. Από τα ερείπια που αφήνουν σήμερα οι πολιτικοί πατρίκιοι θα ξεπηδήσουν αμέσως οι νέες εκείνες δυνάμεις που θα πάρουν στα χέρια τους τη σημαία της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης και το μέλλον της χώρας.»
Έχει κανένας καμιά ιδέα ποιες δυνάμεις εννοεί;

* Ο Αυγουστίνος Ζενάκος είναι δημοσιογράφος στο περιοδικό UNFOLLOW.
Το τρίτο τεύχος του UNFOLLOW κυκλοφορεί στα περίπτερα. www.unfollow.gr.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου