Σε ό,τι αφορά το φοιτητικό κίνημα, ωστόσο, η προαναφερθείσα
σύμπλευση, αν και αποτελεί θετικό γεγονός, σε καμία περίπτωση δεν
σημαίνει ότι όλοι οι φοιτητές παλεύουν μαζί για τους ίδιους στόχους. Κι
αυτό γιατί αυτή τη στιγμή στα φοιτητικά αμφιθέατρα υπάρχουν δυο
κυρίαρχες αναγνώσεις του νόμου, διαφορετικές μεταξύ τους.
Η
πρώτη ανάγνωση είναι αυτή που κάνει λόγο για το Μνημόνιο της Παιδείας,
για ένα νόμο δηλαδή που είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής
καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και επιδιώκει την κατάργηση του δημόσιου
πανεπιστημίου, βασικών δημοκρατικών κεκτημένων που αυτό διασφαλίζει
(συνδιοίκηση, άσυλο, φοιτητικές παρατάξεις) και την επιδείνωση της θέσης
του μελλοντικού εργαζομένου (βλ. κατακερματισμό του πτυχίου).
Η
δεύτερη ανάγνωση έχει «συντεχνιακά» χαρακτηριστικά. Αποσυνδέει το νόμο
από τις αλλαγές στην υπόλοιπη κοινωνία και αντιμετωπίζει με ευαισθησία
αποκλειστικά και μόνο την απομάκρυνση των φοιτητών από τα όργανα
συνδιοίκησης του πανεπιστημίου.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω
αναγνώσεις οδηγούν σε τελείως διαφορετικές πρακτικές απολήξεις. Με βάση
την πρώτη ανάγνωση, το βάρος πέφτει στη συγκρότηση ενός μαζικού και
μαχητικού πανεκπαιδευτικού κινήματος, που θα συμπορευτεί με άλλα
πληττόμενα τμήματα της κοινωνίας και θα παλέψει για την ανατροπή του
νομοσχεδίου, αλλά και για τη δημιουργία ενός σοβαρού αναχώματος στην
μνημονιακή πολιτική.
Τα συμπεράσματα από τη δεύτερη ανάγνωση,
αντίθετα, είναι ιδιαίτερα ασαφή, τόσο ως προς τη στοχοθεσία όσο και ως
προς τα μέσα πάλης. Βασικό αίτημα εδώ είναι η φοιτητική συμμετοχή στα
όργανα συνδιοίκησης, γεγονός που ενισχύει την προπαγάνδα της
Διαμαντοπούλου και των υποστηρικτών της για ίδια οφέλη των παρατάξεων
και δημιουργία πελατειακών δικτύων. Το σημαντικότερο: από την ανάγνωση
αυτή φαίνεται ορατό στο μέλλον το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού μεταξύ
φοιτητών και υπουργείου σε περίπτωση υποχώρησης του δεύτερου στο ζήτημα
της φοιτητικής συμμετοχής. Κάπως έτσι, όμως, ο πυρήνας των αλλαγών που
εισηγείται ο νόμος θα μείνει αλώβητος.
Το υπό ανασυγκρότηση
φοιτητικό κίνημα πρέπει να απορρίψει την παραπάνω αντίληψη και να
καταδείξει το αδιέξοδο στο οποίο αυτή οδηγεί το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Χρειάζεται, την ίδια στιγμή, να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο
πολιτεύονται οι υποστηρικτές αυτής της δεύτερης ανάγνωσης, οι κυρίαρχες
παρατάξεις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ - πόσω μάλλον όταν οι ίδιες αξιώνουν ρόλο
συνδιαμορφωτών στη διαδικασία του κινήματος (κυρίως η ΠΑΣΠ).
Έχει
λοιπόν σημασία να ξεκαθαριστεί ότι η επαμφοτερίζουσα στάση σε κομβικά
πολιτικά ζητήματα δεν είναι ένδειξη πολιτικής ανομοιογένειας του ΠΑΣΟΚ,
αλλά συγκροτητικό χαρακτηριστικό της ηγεσίας της κυβερνητικής παράταξης.
Πρέπει να γίνει σαφές, ακόμα, ότι η συμμετοχή στο κίνημα για το Άρθρο
16, η διά της σιωπής στήριξη της κοινοτικής οδηγίας για τα ΚΕΣ (που
απαξιώνει το δημόσιο πανεπιστήμιο), η υποστήριξη του εθνικού πλαισίου
προσόντων (που ανοίγει το δρόμο στη διάσπαση του ενιαίου πτυχίου), η
οργάνωση μπλοκ αντικατάληψης από την έλευση του μνημονίου και έπειτα, η
συμμετοχή στον προσχηματικό διάλογο της Διαμαντοπούλου, αλλά και η
πρόσφατη στροφή ενάντια στο νέο νόμο, δεν αποτελούν πολιτικές
μετατοπίσεις στο εσωτερικό της ΠΑΣΠ, αλλά συγκεκριμένες στρατηγικές
επιλογές της ηγεσίας της για την αφομοίωση συντηρητικών αντανακλαστικών
και, παράλληλα, την ενσωμάτωση και τον έλεγχο των κοινωνικών αντιδράσεων
στο πλαίσιο της εκλογικής τους επιρροής εντός και εκτός πανεπιστημίου.
Με
βάση αυτά, αλλά και τη σημερινή κατάσταση στα πανεπιστήμια, η φοιτητική
αριστερά οφείλει να μην υποτιμά τους αντιπάλους της. Ίσως χρειάζεται να
βασίζεται λιγότερο στην ελπίδα να ηγεμονεύσει στο ακροατήριο των
καθεστωτικών παρατάξεων διά της κοινής καθόδου – και μόνο - μαζί τους
στις γενικές συνελεύσεις, και να φοβάται περισσότερο το ενδεχόμενο να
καταγραφούν αυτές ως «κινηματικές» δυνάμεις στη συνείδηση του κόσμου.
Από την άλλη πλευρά, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείει τις γέφυρες
επικοινωνίας με κόσμο που ανήκει στην εκλογική βάση των κυρίαρχων
παρατάξεων, απεγκλωβίζεται όμως από αυτές και στηρίζει τις φοιτητικές
κινητοποιήσεις.
*
Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει
συγκροτηθεί ένα πολιτικό δίπολο μέσα στα πανεπιστήμια, το οποίο να
μετασχηματίζει ευθέως την ιδεολογική πάλη (ανάλυση του νόμου) σε
πολιτική πάλη (καταλήψεις/άνοιγμα σχολών). Κάπως έτσι, οι
αντιπαρατιθέμενες αναλύσεις περνάνε σε δεύτερη μοίρα μέσα σ’ ένα σκηνικό
απανωτών «αγωνιστικών» τοποθετήσεων μέσα και ενίοτε έξω από τα
αμφιθέατρα. Είναι χρέος της ριζοσπαστικής αριστεράς, ωστόσο, να
καταστήσει ορατές τις διαφορές των δύο αναγνώσεων και, κυρίως, τις
πολιτικές τους συνέπειες· να εντείνει, με άλλα λόγια, την ιδεολογική
πάλη μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο το φοιτητικό κίνημα να συγκρουστεί με
τις δύο καθεστωτικές παρατάξεις (στο δίπολο κλειστές/ανοιχτές σχολές,
ας πούμε), όταν τα πράγματα θα αρχίζουν να ζορίζουν γι’ αυτές και το
πολιτικό κόστος θα γίνεται πιο ορατό.
Καθώς το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται
στην κυβέρνηση, και δεδομένου ότι εν μέσω Μνημονίου δεν έχουμε να
κάνουμε με αγώνα που θα περιοριστεί σε μερικά αιτήματα, μια προσπάθεια
αντιστοίχησης της σημερινής κατάστασης, αλλά και της όξυνσης της στο
χώρο του πανεπιστημίου, με αυτήν της εποχής του «άρθρου 16», είναι
εσφαλμένη. Είναι, γι’ αυτό, ανησυχητικό το γεγονός ότι ένα κομμάτι της
φοιτητικής αριστεράς επιδιώκει, σ’ αυτή τη συγκυρία, τη σύναψη μετώπου
με παρατάξεις όπως η κυβερνητική. Και δεν έχει τόση σημασία αν αυτή η
επιδίωξη αντιστοιχεί σε μια αντίληψη «φοιτηταριάτου» («οι φοιτητές ως
συμπαγής κατηγορία με ενιαία συμφέροντα») ή σε έναν ακατάσχετο
«λαϊκομετωπισμό» με τους πάντες ή, ακόμα χειρότερα, στην άγνοια του
ρόλου που διαδραματίζει σήμερα η ΠΑΣΠ στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου