Του ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ
Από την avgi
Για να απαντήσουμε στο κατά πόσο συνιστά λύση η (άλλη μία) προσωρινή και έωλη συμφωνία στην οποία θα καταλήξει η Σύνοδος Κορυφής, πρέπει να εξετάσουμε ποιο είναι το πρόβλημα στο οποίο καλείται να απαντήσει. Αναγκαστικά θα είμαστε σχηματικοί.
Η ακραία συντηρητική αντίληψη που κυριαρχεί, θεωρεί ως αιτία της κρίσης τον υπερβολικό δανεισμό είτε των νοικοκυριών είτε των κρατών. Επομένως,
η λύση στο πρόβλημα είναι η διόρθωση των θεσμικών ατελειών, ώστε να τιμολογείται σωστά ο κίνδυνος και να μην μπορεί κανείς δανειζόμενος να ζήσει πέρα από τις δυνατότητές του. Επίσης, επιβάλλεται να θεσπιστούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί δημοσιονομικής παρακολούθησης στα κράτη, τα νοικοκυριά που υπερέβησαν τις δυνατότητές τους να κάνουν θυσίες και να συγκροτηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο για τις αγορές. Πέρα από αυτά, η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να προχωρήσουν οι απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποιήσεων και αποδόμησης του κοινωνικού κράτους.
Με βάση την ίδια λογική δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιονομικό σύστημα μεταφοράς πόρων, η ΕΚΤ δεν πρέπει να αναλάβει την υποστήριξη κρατών, παρά μόνο πυροσβεστικά, όταν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα του συστήματος. δεν είναι «ορθό» να εκδοθούν ευρωομόλογα, επειδή όλα αυτά καθιστούν αδύναμες στις κυβερνήσεις απέναντι στις κοινωνικές απαιτήσεις. Πρόκειται για την ηγεμονική αφήγηση, η οποία δεν εκφέρεται μόνο από τη γερμανική κυβέρνηση αλλά από σχεδόν κάθε κυβέρνηση, και διαμορφωτή πολιτικής στην Ευρώπη, που καταλήγει να δείχνει ως ενόχους τους εργαζομένους και το κοινωνικό κράτος
Και η Γαλλία; Ορισμένα στοιχεία δίνουν ένα δρόμο για να εξετάσουμε τις τακτικές διαφωνίες με τη Γερμανία. Η Γαλλία έχει 50% του ΑΕΠ πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, προβλεπόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα μεταξύ 5% και 6% για το 2012 μετά από πρόγραμμα λιτότητας, δημόσιο χρέος που προσεγγίζει στα επόμενα έτη το 100%, ιδιωτικό χρέος πάνω από 150% και ακαθάριστο εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό 200%, εκ των οποίων το 78%, σχεδόν 2,2 τρισ., είναι βραχυπρόθεσμο και επομένως πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί). Στις αρχές του 2012 θα έχει χάσει τον ΑΑΑ βαθμό πιστωτικής αξιοπιστίας και κάθε αναχρηματοδότηση θα έχει μεγαλύτερο κόστος, χώρια τις απώλειες που συνεπάγεται η χαμηλότερη αξιοπιστία. Επίσης τον Απρίλιο του 2012 γίνονται προεδρικές και τον Ιούνιο βουλευτικές εκλογές, ενώ, όπως φαίνεται, η οικονομία της θα έχει εισέλθει σε ύφεση.
Η γαλλική κυβέρνηση δεν αντιτίθεται στην ηγεμονική αφήγηση και τη στρατηγική που απορρέει από αυτή - άλλωστε έχει συμβάλει στη διαμόρφωσή της. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία καθίσταται προφανές γιατί ζητεί μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά χρέους εκ μέρους της ΕΚΤ (να αναλάβει τον ρόλο του ύστατου δανειστή), έκδοση ευρωομολόγου, ενίσχυση του EFSF, ώστε να μειωθούν οι πιέσεις μετάδοσης της κρίσης χρέους και σε αυτήν και επιπλέον χρόνο υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας για δημοσιονομικούς χειρισμούς. Όμως, επίσης προφανώς, οι απαιτήσεις της ενδέχεται να καταστήσουν μη-αξιόπιστη απειλή για τις κυβερνήσεις την απώλεια πρόσβασης στις αγορές και επομένως να ακυρώσουν την αποτελεσματικότητα της κύριας στρατηγικής, που συνίσταται τελικά στη μεταφορά της πίεσης στους εργαζόμενους.
Είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική, οδηγώντας στην ύφεση την Ευρώπη (-1% για το 2012), οδηγεί σε απώλειες ακόμη και τη Γερμανία. Συμφέρει τη Γερμανία ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Ας μας καθοδηγήσουν μερικοί αριθμοί στην απάντηση του ερωτήματος. Το 2010 το 70% των εξαγωγών της Γερμανίας κατευθυνόταν την Ευρώπη. Ωστόσο, η μείωση των εξαγωγών δεν αναμένεται να χειροτερέψει το πλεόνασμα των εξαγωγών, σε σχέση με τις εισαγωγές, παρά μόλις κατά 1,5% του ΑΕΠ, δηλαδή 35 δισ. ευρώ (από το περίπου 5% για το 2011 στο 3,5% για το 2012, σε ένα μάλλον δυσμενές σενάριο, όχι αυτό που ακολουθεί επισήμως η γερμανική κυβέρνηση). Αυτή η επιδείνωση θα επιφέρει πτώση των επενδύσεων, μικρή άνοδο της ανεργίας και μικρή επιδείνωση των ελλειμμάτων.
Μπροστά σε αυτά τα μάλλον μικρά μεγέθη το κόστος μιας αλλαγής πολιτικής φαίνεται μεγάλο, ειδικά αν σκεφτούμε: α) τις χρηματοδοτικές ανάγκες που θα προκύψουν από αυξημένα ελλείμματα και χρέος στη Γερμανία σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί αυξημένη πειθαρχία από τις άλλες χώρες και β) το πολιτικό κόστος. Στην εικόνα αυτή βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε παράγοντες που προκαλούν μεγαλύτερο κόστος από την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας με 165 και 180 δισ. ευρώ αντιστοίχως (στοιχεία BIS, 2011/09).
Στο δίλημμα της Γερμανίας, το οποίο δεν είναι απλό και κρύβει τεράστια πολιτική ένταση, απαντά ο κ. Σόιμπλε: οι βραχυπρόθεσμες απώλειες από αυτές τις πολιτικές είναι γνωστές (πιθανές χρεωκοπίες, ύφεση, ανεργία, πολιτική κρίση), αλλά το μακροπρόθεσμο κέρδος για όλους από τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες και τη μείωση του κοινωνικού κράτους θα είναι πολύ σημαντικότερο. Την ιδέα του κ. Σόιμπλε αποδέχονται ως ηγεμονική ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν, όπως οι περισσότεροι «παίκτες» των αγορών, στο δόγμα «της λιτότητας που φέρνει μεγέθυνση» (το οποίο παρέχει θεωρητική νομιμοποίηση για την κοινωνική ερήμωση που βιώνουμε), αρκεί να μην δημιουργούνται συστημικοί μη-δυνάμενοι να ελεγχθούν κίνδυνοι.
Τελευταίος σημαντικός παράγοντας, πλην της ΕΚΤ, που καθορίζει τη συζήτηση στη Σύνοδο: οι αγορές. Οι αγορές απλώς αμύνονται, με τον γνωστό βραχυπρόθεσμο ορίζοντα που διαθέτουν, απέναντι σε μια πολιτική που τους υπόσχεται απώλειες, αυξημένους συστημικούς κινδύνους και πολιτική αστάθεια. Στους άμεσους κινδύνους δεν αντιμετωπίζουν τη «διάλυση του ευρώ»: δεν δίνουν πολλές πιθανότητες άμεσα. Ως άμμεσους κινδύνους θεωρούν: Πρώτον, τη διαφαινόμενη αδυναμία Ιταλίας και Ισπανίας να δανειστούν από τις αγορές (οι ανάγκες χρηματοδότησής τους μόνο για το 2012 είναι της τάξης των 375 και 220 δισ. αντίστοιχα, κάθε εβδομάδα σχεδόν 10 δισ. ευρώ). Δεύτερον, την υποβόσκουσα πιστωτική κρίση, που πλήττει ένα σημαντικό τμήμα τους, τις τράπεζες.
Το 2012 οι τρέχουσες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης ευρωπαϊκών τραπεζών υπολογίζονται σε 115 δισ., χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι νέες, χειρότερες συνθήκες, ενώ 400 δισ. είναι οι ανάγκες τους για αποπληρωμές δανεισμού. Η προσπάθεια να τονώσουν τις αγορές ομολόγων με πιθανή απάλειψη της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα δεν θα έχει αποτελέσματα. Η διολίσθηση της Ιταλίας ή της Ισπανίας προς την αφερεγγυότητα σημαίνει "κούρεμα" των ομολόγων στις αγορές repos και τελικά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα υπάρξει "κούρεμα" a la ελληνικά: Η πολιτική που ακολουθείται προϋποθέτει το πιθανό "κούρεμα" για τους κατόχους των τίτλων, είτε προβλέπεται είτε δεν προβλέπεται.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Ευρώπη εκβιάζει όλο τον κόσμο να συγχρηματοδοτήσει τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών και κρατών. Η χθεσινή απάντηση του Ομπάμα ήταν σχεδόν αντιγραφή της απάντησης των Κινέζων: η Ευρώπη είναι αρκετά πλούσια ώστε αν οι ηγέτες της πάρουν αποφάσεις, να μπορεί να λύσει τα προβλήματά της. Ωστόσο ο εκβιασμός της Ευρώπης λειτουργεί. Η FED ανανέωσε τις συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με μειωμένο επιτόκιο και το ΔΝΤ δηλώνει θεσμικά έτοιμο να συμμετάσχει στα νέα προγράμματα διάσωσης.
Επομένως, η διαφαινόμενη συμφωνία δεν λύνει τίποτα πέραν της οικοδόμησης μιας Ευρώπης πιο αφιλόξενης για τους εργαζόμενους και τις κοινωνίες. Η συνταγματοποίηση της λιτότητας δεν συνιστά δημοσιονομική ένωση. Η απονομιμοποίηση της διακρατικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, που αποτελεί τον πυρήνα μιας πρότασης θεσμισμένης λιτότητας με απούσα κάθε δημοκρατική νομιμοποίηση, κινητοποιεί δυνάμεις που βαθαίνουν τα κρισιακά φαινόμενα και αυξάνουν τους συστημικούς κινδύνους. Στην καλύτερη περίπτωση, προσφέρει άλλη μια χρονική μετάθεση, μια προσωρινή αποσυμφόρηση μέχρι τον επόμενο γύρο, ο οποίος θα θέσει πιο γενικευμένα ερωτήματα προς απάντηση. Αλλά όλα αυτά είναι μέρος της στρατηγικής «φωτιάς» που έχει επιλεγεί.
Συγχρόνως είμαστε στο σημείο που τα μεγέθη τα οποία εμφανίζονται στο τραπέζι περιορίζουν πολύ τους βαθμούς ελευθερίας αυτής της πολιτικής. Οι πολιτικές εντάσεις που δημιουργούνται δεν είναι αμελητέες, το δείχνει και η αναμενόμενη άρνηση της Βρετανίας να συνυπογράψει το κείμενο.
Το δίλημμα «είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαλυθεί είτε θα είναι δημοκρατική και κοινωνική» είναι πλέον αυτό που περιγράφει, εδώ και αρκετούς μήνες, την κύρια τάση που εργάζεται στην ιστορία.
Μπροστά σε αυτά τα μάλλον μικρά μεγέθη το κόστος μίας αλλαγής πολιτικής φαίνεται μεγάλο, ειδικά αν σκεφτούμε: α) τις χρηματοδοτικές ανάγκες που θα προκύψουν από αυξημένα ελλείμματα και χρέος στη Γερμανία σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί αυξημένη πειθαρχία από τις άλλες χώρες και β) το πολιτικό κόστος. Στην εικόνα αυτή βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε παράγοντες που προκαλούν μεγαλύτερο κόστος από την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας με 165 και 180 δισ. ευρώ αντιστοίχως (στοιχεία BIS, 2011/09).
Στο δίλημμα της Γερμανίας, το οποίο δεν είναι απλό και κρύβει τεράστια πολιτική ένταση, απαντά ο κ. Σόιμπλε: οι βραχυπρόθεσμες απώλειες από αυτές τις πολιτικές είναι γνωστές (πιθανές χρεωκοπίες, ύφεση, ανεργία, πολιτική κρίση), αλλά το μακροπρόθεσμο κέρδος για όλους από τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες και τη μείωση του κοινωνικού κράτους θα είναι πολύ σημαντικότερο.
Από την avgi
Για να απαντήσουμε στο κατά πόσο συνιστά λύση η (άλλη μία) προσωρινή και έωλη συμφωνία στην οποία θα καταλήξει η Σύνοδος Κορυφής, πρέπει να εξετάσουμε ποιο είναι το πρόβλημα στο οποίο καλείται να απαντήσει. Αναγκαστικά θα είμαστε σχηματικοί.
Η ακραία συντηρητική αντίληψη που κυριαρχεί, θεωρεί ως αιτία της κρίσης τον υπερβολικό δανεισμό είτε των νοικοκυριών είτε των κρατών. Επομένως,
η λύση στο πρόβλημα είναι η διόρθωση των θεσμικών ατελειών, ώστε να τιμολογείται σωστά ο κίνδυνος και να μην μπορεί κανείς δανειζόμενος να ζήσει πέρα από τις δυνατότητές του. Επίσης, επιβάλλεται να θεσπιστούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί δημοσιονομικής παρακολούθησης στα κράτη, τα νοικοκυριά που υπερέβησαν τις δυνατότητές τους να κάνουν θυσίες και να συγκροτηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο για τις αγορές. Πέρα από αυτά, η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να προχωρήσουν οι απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποιήσεων και αποδόμησης του κοινωνικού κράτους.
Με βάση την ίδια λογική δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιονομικό σύστημα μεταφοράς πόρων, η ΕΚΤ δεν πρέπει να αναλάβει την υποστήριξη κρατών, παρά μόνο πυροσβεστικά, όταν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα του συστήματος. δεν είναι «ορθό» να εκδοθούν ευρωομόλογα, επειδή όλα αυτά καθιστούν αδύναμες στις κυβερνήσεις απέναντι στις κοινωνικές απαιτήσεις. Πρόκειται για την ηγεμονική αφήγηση, η οποία δεν εκφέρεται μόνο από τη γερμανική κυβέρνηση αλλά από σχεδόν κάθε κυβέρνηση, και διαμορφωτή πολιτικής στην Ευρώπη, που καταλήγει να δείχνει ως ενόχους τους εργαζομένους και το κοινωνικό κράτος
Και η Γαλλία; Ορισμένα στοιχεία δίνουν ένα δρόμο για να εξετάσουμε τις τακτικές διαφωνίες με τη Γερμανία. Η Γαλλία έχει 50% του ΑΕΠ πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, προβλεπόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα μεταξύ 5% και 6% για το 2012 μετά από πρόγραμμα λιτότητας, δημόσιο χρέος που προσεγγίζει στα επόμενα έτη το 100%, ιδιωτικό χρέος πάνω από 150% και ακαθάριστο εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό 200%, εκ των οποίων το 78%, σχεδόν 2,2 τρισ., είναι βραχυπρόθεσμο και επομένως πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί). Στις αρχές του 2012 θα έχει χάσει τον ΑΑΑ βαθμό πιστωτικής αξιοπιστίας και κάθε αναχρηματοδότηση θα έχει μεγαλύτερο κόστος, χώρια τις απώλειες που συνεπάγεται η χαμηλότερη αξιοπιστία. Επίσης τον Απρίλιο του 2012 γίνονται προεδρικές και τον Ιούνιο βουλευτικές εκλογές, ενώ, όπως φαίνεται, η οικονομία της θα έχει εισέλθει σε ύφεση.
Η γαλλική κυβέρνηση δεν αντιτίθεται στην ηγεμονική αφήγηση και τη στρατηγική που απορρέει από αυτή - άλλωστε έχει συμβάλει στη διαμόρφωσή της. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία καθίσταται προφανές γιατί ζητεί μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά χρέους εκ μέρους της ΕΚΤ (να αναλάβει τον ρόλο του ύστατου δανειστή), έκδοση ευρωομολόγου, ενίσχυση του EFSF, ώστε να μειωθούν οι πιέσεις μετάδοσης της κρίσης χρέους και σε αυτήν και επιπλέον χρόνο υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας για δημοσιονομικούς χειρισμούς. Όμως, επίσης προφανώς, οι απαιτήσεις της ενδέχεται να καταστήσουν μη-αξιόπιστη απειλή για τις κυβερνήσεις την απώλεια πρόσβασης στις αγορές και επομένως να ακυρώσουν την αποτελεσματικότητα της κύριας στρατηγικής, που συνίσταται τελικά στη μεταφορά της πίεσης στους εργαζόμενους.
Είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική, οδηγώντας στην ύφεση την Ευρώπη (-1% για το 2012), οδηγεί σε απώλειες ακόμη και τη Γερμανία. Συμφέρει τη Γερμανία ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Ας μας καθοδηγήσουν μερικοί αριθμοί στην απάντηση του ερωτήματος. Το 2010 το 70% των εξαγωγών της Γερμανίας κατευθυνόταν την Ευρώπη. Ωστόσο, η μείωση των εξαγωγών δεν αναμένεται να χειροτερέψει το πλεόνασμα των εξαγωγών, σε σχέση με τις εισαγωγές, παρά μόλις κατά 1,5% του ΑΕΠ, δηλαδή 35 δισ. ευρώ (από το περίπου 5% για το 2011 στο 3,5% για το 2012, σε ένα μάλλον δυσμενές σενάριο, όχι αυτό που ακολουθεί επισήμως η γερμανική κυβέρνηση). Αυτή η επιδείνωση θα επιφέρει πτώση των επενδύσεων, μικρή άνοδο της ανεργίας και μικρή επιδείνωση των ελλειμμάτων.
Μπροστά σε αυτά τα μάλλον μικρά μεγέθη το κόστος μιας αλλαγής πολιτικής φαίνεται μεγάλο, ειδικά αν σκεφτούμε: α) τις χρηματοδοτικές ανάγκες που θα προκύψουν από αυξημένα ελλείμματα και χρέος στη Γερμανία σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί αυξημένη πειθαρχία από τις άλλες χώρες και β) το πολιτικό κόστος. Στην εικόνα αυτή βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε παράγοντες που προκαλούν μεγαλύτερο κόστος από την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας με 165 και 180 δισ. ευρώ αντιστοίχως (στοιχεία BIS, 2011/09).
Στο δίλημμα της Γερμανίας, το οποίο δεν είναι απλό και κρύβει τεράστια πολιτική ένταση, απαντά ο κ. Σόιμπλε: οι βραχυπρόθεσμες απώλειες από αυτές τις πολιτικές είναι γνωστές (πιθανές χρεωκοπίες, ύφεση, ανεργία, πολιτική κρίση), αλλά το μακροπρόθεσμο κέρδος για όλους από τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες και τη μείωση του κοινωνικού κράτους θα είναι πολύ σημαντικότερο. Την ιδέα του κ. Σόιμπλε αποδέχονται ως ηγεμονική ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν, όπως οι περισσότεροι «παίκτες» των αγορών, στο δόγμα «της λιτότητας που φέρνει μεγέθυνση» (το οποίο παρέχει θεωρητική νομιμοποίηση για την κοινωνική ερήμωση που βιώνουμε), αρκεί να μην δημιουργούνται συστημικοί μη-δυνάμενοι να ελεγχθούν κίνδυνοι.
Τελευταίος σημαντικός παράγοντας, πλην της ΕΚΤ, που καθορίζει τη συζήτηση στη Σύνοδο: οι αγορές. Οι αγορές απλώς αμύνονται, με τον γνωστό βραχυπρόθεσμο ορίζοντα που διαθέτουν, απέναντι σε μια πολιτική που τους υπόσχεται απώλειες, αυξημένους συστημικούς κινδύνους και πολιτική αστάθεια. Στους άμεσους κινδύνους δεν αντιμετωπίζουν τη «διάλυση του ευρώ»: δεν δίνουν πολλές πιθανότητες άμεσα. Ως άμμεσους κινδύνους θεωρούν: Πρώτον, τη διαφαινόμενη αδυναμία Ιταλίας και Ισπανίας να δανειστούν από τις αγορές (οι ανάγκες χρηματοδότησής τους μόνο για το 2012 είναι της τάξης των 375 και 220 δισ. αντίστοιχα, κάθε εβδομάδα σχεδόν 10 δισ. ευρώ). Δεύτερον, την υποβόσκουσα πιστωτική κρίση, που πλήττει ένα σημαντικό τμήμα τους, τις τράπεζες.
Το 2012 οι τρέχουσες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης ευρωπαϊκών τραπεζών υπολογίζονται σε 115 δισ., χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι νέες, χειρότερες συνθήκες, ενώ 400 δισ. είναι οι ανάγκες τους για αποπληρωμές δανεισμού. Η προσπάθεια να τονώσουν τις αγορές ομολόγων με πιθανή απάλειψη της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα δεν θα έχει αποτελέσματα. Η διολίσθηση της Ιταλίας ή της Ισπανίας προς την αφερεγγυότητα σημαίνει "κούρεμα" των ομολόγων στις αγορές repos και τελικά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα υπάρξει "κούρεμα" a la ελληνικά: Η πολιτική που ακολουθείται προϋποθέτει το πιθανό "κούρεμα" για τους κατόχους των τίτλων, είτε προβλέπεται είτε δεν προβλέπεται.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Ευρώπη εκβιάζει όλο τον κόσμο να συγχρηματοδοτήσει τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών και κρατών. Η χθεσινή απάντηση του Ομπάμα ήταν σχεδόν αντιγραφή της απάντησης των Κινέζων: η Ευρώπη είναι αρκετά πλούσια ώστε αν οι ηγέτες της πάρουν αποφάσεις, να μπορεί να λύσει τα προβλήματά της. Ωστόσο ο εκβιασμός της Ευρώπης λειτουργεί. Η FED ανανέωσε τις συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με μειωμένο επιτόκιο και το ΔΝΤ δηλώνει θεσμικά έτοιμο να συμμετάσχει στα νέα προγράμματα διάσωσης.
Επομένως, η διαφαινόμενη συμφωνία δεν λύνει τίποτα πέραν της οικοδόμησης μιας Ευρώπης πιο αφιλόξενης για τους εργαζόμενους και τις κοινωνίες. Η συνταγματοποίηση της λιτότητας δεν συνιστά δημοσιονομική ένωση. Η απονομιμοποίηση της διακρατικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, που αποτελεί τον πυρήνα μιας πρότασης θεσμισμένης λιτότητας με απούσα κάθε δημοκρατική νομιμοποίηση, κινητοποιεί δυνάμεις που βαθαίνουν τα κρισιακά φαινόμενα και αυξάνουν τους συστημικούς κινδύνους. Στην καλύτερη περίπτωση, προσφέρει άλλη μια χρονική μετάθεση, μια προσωρινή αποσυμφόρηση μέχρι τον επόμενο γύρο, ο οποίος θα θέσει πιο γενικευμένα ερωτήματα προς απάντηση. Αλλά όλα αυτά είναι μέρος της στρατηγικής «φωτιάς» που έχει επιλεγεί.
Συγχρόνως είμαστε στο σημείο που τα μεγέθη τα οποία εμφανίζονται στο τραπέζι περιορίζουν πολύ τους βαθμούς ελευθερίας αυτής της πολιτικής. Οι πολιτικές εντάσεις που δημιουργούνται δεν είναι αμελητέες, το δείχνει και η αναμενόμενη άρνηση της Βρετανίας να συνυπογράψει το κείμενο.
Το δίλημμα «είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαλυθεί είτε θα είναι δημοκρατική και κοινωνική» είναι πλέον αυτό που περιγράφει, εδώ και αρκετούς μήνες, την κύρια τάση που εργάζεται στην ιστορία.
Μπροστά σε αυτά τα μάλλον μικρά μεγέθη το κόστος μίας αλλαγής πολιτικής φαίνεται μεγάλο, ειδικά αν σκεφτούμε: α) τις χρηματοδοτικές ανάγκες που θα προκύψουν από αυξημένα ελλείμματα και χρέος στη Γερμανία σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί αυξημένη πειθαρχία από τις άλλες χώρες και β) το πολιτικό κόστος. Στην εικόνα αυτή βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε παράγοντες που προκαλούν μεγαλύτερο κόστος από την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας με 165 και 180 δισ. ευρώ αντιστοίχως (στοιχεία BIS, 2011/09).
Στο δίλημμα της Γερμανίας, το οποίο δεν είναι απλό και κρύβει τεράστια πολιτική ένταση, απαντά ο κ. Σόιμπλε: οι βραχυπρόθεσμες απώλειες από αυτές τις πολιτικές είναι γνωστές (πιθανές χρεωκοπίες, ύφεση, ανεργία, πολιτική κρίση), αλλά το μακροπρόθεσμο κέρδος για όλους από τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες και τη μείωση του κοινωνικού κράτους θα είναι πολύ σημαντικότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου